Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκρύβω — βλ. εγκρύπτω … Dictionary of Greek
εγκρύπτω — ἐγκρύπτω και ἐγκρύβω (Α) 1. κρύβω μέσα 2. κρατώ κάτι κρυμμένο … Dictionary of Greek